• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
on time adj (punctual)στην ώρα μου έκφρ
  συνεπής επίθ
 Mr. Jones is always on time, and arrives promptly at 9:00 on the dot.
 If you want the job, you'd better be on time for the interview.
 Ο κύριος Τζόουνς είναι πάντα στην ώρα του και φτάνει στις 9.00 ακριβώς. // Εάν θέλεις την δουλειά, καλύτερα να είσαι στην ώρα σου για την συνέντευξη.
on time adv (in time: not late)έγκαιρα επίρ
  στην ώρα μου έκφρ
 His flight arrived on time.
 Η πτήση του έφτασε στην ώρα της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
live on borrowed time v expr figurative (have limited time left)ο χρόνος μου είναι μετρημένος έκφρ
 If you continue to smoke, soon you'll be living on borrowed time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'on time' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση on time στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «on time».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!